- δασαρχείο
- το1. το γραφείο του δασάρχη.2. η δασική περιφέρεια που διοικεί ο δασάρχης: Το δασαρχείο έδωσε εντολές για τη δεντροφύτευση της περιοχής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.